συνακρόαση

συνακρόαση
η, Ν [συνακροώμαι]
το να ακούει κανείς τη συνομιλία άλλων στη δική του τηλεφωνική γραμμή, λόγω βλάβης ή κακής λειτουργίας τών γραμμών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”